- σύνθετος
- -η, -ο / σύνθετος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, -ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι]1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» — λέξη που απαρτίζεται από δύο ή περισσότερες απλές λέξειςβ. «ὥστε τί ἄλλο ἤ διαιρετὸς ἱπποκένταυρος καἰ πάλιν σύνθετος γίνομαι;», Ξεν.)2. πολύπλοκος (α. «σύνθετο πρόβλημα» β. «σύνθετος άναγνώρισις», Αριστοτ.)3. μαθημ. (για αριθμό) αυτός που έχει διαιρέτη διάφορο τού εαυτού του και τής μονάδας, σε αντιδιαστολή προς τον πρώτο4. (το ουδ. εν. και, κυρίως στη νεοελλ., στον πληθ. ως ουσ.) το σύνθετο και τα σύνθεταη σύνθετη λέξηνεοελλ.1. το ουδ. εν. ως ουσ. το σύνθετοείδος επίπλου, ενιαίου ή αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα μέρη, για πολλαπλές χρήσεις, λ.χ. βιβλιοθήκης, ερμαρίου κ.ά.2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύνθεταβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μόνη οικογένεια τής τάξης αστερώδη, η οποία περιλαμβάνει 900 περίπου γένη και 15.000 με 20.000 είδη3. φρ. α) «σύνθετος [ή μικτός] ρυθμός»αρχιτ. αρχιτεκτονικός ρυθμός που εισήχθη από τους Ρωμαίους και αποτελεί συνδυασμό ιωνικών και κορινθιακών στοιχείωνβ) γραμμ. i) «αντικειμενικά σύνθετα» — σύνθετα τών οποίων το ένα συνθετικό μπορεί να γίνει αντικείμενο τού άλλου, π.χ. χορτο-φάγοςii) «κτητικά σύνθετα» — σύνθετα που σημαίνουν αυτό που έχει ένα αντικείμενο ή μια ιδιότητα, π.χ. γαλανο-μάτηςiii) «οριστικά [ή προσδιοριστικά] σύνθετα» — σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το δεύτερο, π.χ. αγριο-λούλουδο- iv) «συνδετικά [ή παρατακτικά] σύνθετα» — σύνθετα τών οποίων τα συνθετικά μπορούν, εφόσον αναλυθούν, να συνδέονται με τον παρατακτικό σύνδεσμο και, π.χ. ανεμό-βροχογ) μαθημ. «σύνθετη συνάρτηση» — συνάρτηση μίας ή περισσότερων μεταβλητών οι οποίες αποτελούν επίσης συναρτήσεις άλλων μεταβλητώνδ) «σύνθετος τόκος»(οικον.) τόκος που αντιστοιχεί όχι μόνον στο αρχικό κεφάλαιο, αλλά και στον τόκο τής προηγούμενης χρονικής περιόδου ο οποίος έχει εν τω μεταξύ κεφαλαιοποιηθείε) «σύνθετη μηχανή»τεχνολ. μηχανή που αποτελείται από τη συναρμογή πολλών κινητών και ακίνητων μερών, σε αντιδιαστολή προς την απλή μηχανήστ) «σύνθετο εκκρεμές»φυσ. οποιοδήποτε στερεό σώμα, στρεπτό γύρω από οριζόντιο άξονα, αλλ. φυσικό εκκρεμέςζ) «σύνθετος καρπός»βοτ. καρπός που προέρχεται όχι από έναν, αλλά από περισσότερους υπέρους τού ίδιου άνθους, όπως είναι λ.χ. το βατόμουροη) «σύνθετη φωτογραφία»(φωτογρ.) φωτογραφία η οποία έχει συνδυαστεί από μεμονωμένες φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από διάφορους φακούς πολλαπλής αεροφωτομηχανής και η οποία είναι ισοδύναμη με μία φωτογραφία που ελήφθη με υπερευρυγώνιο φακό αεροφωτομηχανήςαρχ.1. πλαστός («νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους», Αισχύλ.)2. (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από πολλούς παράγοντες3. μτφ. αυτός που γίνεται σύμφωνα με συνθήκη ή μετά από συμφωνία, συμφωνημένος4. το ουδ. ως ουσ. καθετί που σύγκειται από πολλά τμήματα5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ιατρ. τα σκληρά περιττώματα6. φρ. α) «σύνθετος φωνή»γραμμ. η συλλαβή (Αριστοτ.)β) «σύνθετα ὀνόματα» — σύνθετες λέξεις (Αριστοτ.)γ) «σύνθετος ῥυθμός»(στη μουσ. και στη μετρ.) σύνθετος μετρικός πόδας (Πλάτ.).επίρρ...συνθέτως ΝΜΑ, και σύνθετα Νμε σύνθετο τρόποαρχ.με μία λέξη.
Dictionary of Greek. 2013.